- ἀμοιβάδιος
- ἀμοιβ-άδιος, α, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμοιβαδίων — ἀμοιβάδιος fem gen pl ἀμοιβάδιος masc/neut gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like fem gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαδίην — ἀμοιβάδιος fem acc sg (epic ionic) ἀμοιβαῖος giving like for like fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαδίοισι — ἀμοιβάδιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαδίῃς — ἀμοιβάδιος fem dat pl (epic ionic) ἀμοιβαῖος giving like for like fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβάς — ἀμοιβάς, η (Α) [ἀμοιβή] αυτή που χρησιμεύει για αλλαγή, η εναλλασσόμενη με κάποια άλλη «ἀμοιβὰς χλαῖνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβή ιδιόρρυθμος τ. θηλ. τού ἀμοιβαῖος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοιβάδιος, ἀμοιβάζω, ἀμοιβαδίζω μσν. ἀμοιβαδής] … Dictionary of Greek
ηθάδιος — ἠθάδιος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ἠθάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθάς, πρβλ. αμοιβάς > αμοιβάδιος] … Dictionary of Greek